Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

...

όταν τελικά βυθίζεσαι.


δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο πόνο από το να σε κατατροπώνει ό,τι αγάπησες περισσότερο.


game over.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

κρατάω τη ζωή σου σε 2 δάχτυλα κι ένα έμβολο

"καλό χέρι".

το ήξερα ότι σφάζω με τρόπο, δεν περίμενα εσένα να μου το πεις.
εγώ η ίδια, κι αν έχω σφαχτεί!

όλη σου η ζωή, η στιγμή που αδειάζεις πάνω σου το όπλο. τότε που αναστενάζεις και γυρνάνε τα μάτια ανάποδα και σε καταπίνει ο καναπές, το χαλί όπως είδαμε και στην οθόνη, το πεζοδρόμιο που έτσι κι αλλιώς σε έχει καταπιεί, σε έχει θάψει εκεί κι εσύ τρως τη χλέπα και το κάτουρο του καθένα.


όλη σου η ζωή στα χέρια μου. στο αν θα βρω ή δε θα βρω, πάνω σου.


στρέψε το όπλο πάνω μου και σκότωσέ με. δεν αντέχω να σε σκοτώνω. δεν αντέχω να με σκοτώνω. σκότωσέ με.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

δώσ' μου λίγη ακόμα αγάπη*

δεν θυμάσαι πόσες ώρες είσαι εκεί, διπλωμένη στα δυο, ανάμεσα στις λάσπες και τη γλίτσα. ίσως να 'χεις πιαστεί κιόλας, έτσι όπως έχεις στριμωχτεί αλλά σιγά να μη νιώθεις την αγκύλωση στα καλάμια σου-αφού δεν τα νιώθεις καν. τα δάκρυα έχουν στάξει πάνω στα βρώμικα πλακάκια. τώρα πια, δεν έχεις άλλα δάκρυα και οι λυγμοί πνίγονται από τον ήχο του ανεμιστήρα στο άλλο δωμάτιο.

ζήτησες απλά λίγη αγάπη. ένα χέρι κι ένα χάδι στα μαλλιά. και μια αγκαλιά όταν μπουκώνεσαι στα αναφιλητά, κρυμμένη στο μπουντρούμι με τις κατσαρίδες. ένα κορμί να ακουμπήσεις, εκεί που  λιώνεις μόνη μέσα στα ξερατά σου με το αίμα. και όταν η αρρώστια σε νικάει, κάποιον να αντέξει να σε κοιτάξει απλά στα μάτια-τα κόκκινα, υγρά μάτια που ουρλιάζουν βουβά "πεθαίνω, έλα μαζί μου".


πού να βρεις λίγη αγάπη?


ο Θ. λαγοκοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, βλέποντας τηλεόραση όταν τα αρμυρά σου δάκρυα έσταζαν στη γλίτσα του πατώματος κάμποσες ωρίτσες. σε κόζαρε και η αντίδρασή του ήταν να σου υπενθυμίσει πόσο παιδιάστικο είναι το κλάμα σου και πόσο μαλακισμένο είσαι και βασικά, να πας να γαμηθείς.


μετά, σου λένε πόσο τυχερή είσαι που σε φιλοξενεί κάποιος-με τον οποίο είχες μοιραστεί το δωμάτιό σου επί μήνες. α, όχι, εσύ δεν φιλοξενείς, μοιράζεσαι ό,τι σου βρίσκεται. για όσο πάει, για πάντα. και δεν μπορείς να πεις και κουβέντα, χλωμή μου καημένη, που έχεις αναλάβει χρέη υπηρετικού προσωπικού-γιατί πρέπει να ξεπληρώσεις. να ξεπληρώσεις, εντάξει.

ο Θ. σε παρακολουθεί μηχανικά να πνίγεσαι από τον εμετό σου και ρίχνει στα σεντόνια του στάχτες κι αποτσίγαρα. δε βαριέσαι, να 'χεις και δουλειά, να αδυνατίσεις.


κοιτάς γύρω. ζητάς παρακλητικά από το μόνο ανθρώπινο ον που βλέπεις να σου κάνει λίγο χώρο στην αγκαλιά του, γιατί κάνει ψύχρα. κρυώνω, πώς κρυώνω.. και νιώθω κι έναν πόνο εδώ, στο στήθος. βαθιά. με τσιμπάει.


τραβάς μια μυτιά, δυο. τώρα δε πονάς. κι ούτε κρυώνεις. αλλά μετά, η σκόνη δε θα σου ψιθυρίσει γλύκες στο αυτί. όμως η αλήθεια είναι πως ούτε κανένας άνθρωπος θα το κάνει. επιπλέον, ο άνθρωπος θα σε αφήσει να σε χτυπάει το αγιάζι και δε θα σε κάνει μάκια που πονάς.

τουλάχιστον, η η. σε χαιδεύει λιγάκι. όχι ανιδιοτελώς, με τις ώρες. αλλά σου δίνει λίγη σημασία, αυτή τη λίγη που δεν σου δίνει αυτός που σου χτυπάει το ότι δεν πήδηξε καμία από τις τουρίστριες του κάμπινγκ, όσο εσύ έσβηνες, παραζαλισμένη από τις ενέσεις στις σπασμένες σου φλέβες και τις νοσοκόμες που βγάζουν τα σεξουαλικά τους απωθημένα σε ημιάψυχα ιατρικά αντικείμενα, όπως εσύ και η Σούζη του διπλανού κρεβατιού.

και μετά, η η. σε παρατάει.
δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. εκείνος που δεν μου δίνει καμία αξία ή το ψεύτικο χαμόγελο της ηρωίνης.

*τρύπες

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

βασανίσου

είσαι τόσο αντικοινωνικός που δεν μπορείς να βρεις τη θέση σου ούτε στην Ομόνοια?
τάξε μου, φίλε συμπροβληματικέ!!


http://forum.opiophile.org/forum.php

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

put the hero in

και μ'αυτά και με τ' άλλα...

κόβεις, πίνεις, κόβεις, πίνεις...πάει ιούλιος κι εσύ βγάζεις χαρμάνες σε μια ταράτσα και ψήνεσαι. δεν θα μπορέσεις φέτος να πας στη θάλασσα γιατί με σπασμένο το αριστερό σου τύμπανο δεν κάνει. ούτε σε εκείνα τα πάρτυ. βασικά, κυκλοφορείς με μακρυμάνικα και τρως ντάγκλες στο τραμ και στην πλατεία εξαρχείων (και κανείς πια δεν σε ξέρει... όχι, δεν είσαι η ειρήνη. είσαι το πρεζάκι από την Καισαριανή... για τους Καισαριανιώτες, είσαι το πρεζάκι του τελευταίου ορόφου).

γιατί πολύ το φιλοσόφησα.
ΝΑΙ είμαι φιλήδονη.

το θέμα είναι ότι πια δεν έμεινε κύτταρο ζωντανό για να νιώσεις λίγη ηδονή.


κι έτσι, όπως στο γάμο από συμβιβασμό, με τους τόνους της ακατάλληλης για ενηλίκους και ανηλίκους απελπισίας, σέρνεσαι το βράδυ δίπλα από τη χοντρή γυναίκα που ροχαλίζει. αφού πριν σε πλάκωσε με την παντόφλα...
έτσι κι αλλιώς, πού αλλού έχεις να πας?

"υποκλιθείτε στη μητέρα σιωπή,
τώρα που αλλού δε μπορείτε να πάτε
τώρα που μάθατε ξανά ν' αγαπάτε
το χαλαρό κι υπνωτικό της κορμί"

καλά ρε αγγελάκα.

εγώ μεγάλωνα για 'σένα*

Βασικά, γέρασα για 'σένα. 

Στα 22 μου έχω πλέον ιούς να παρασιτούν ισόβια στα σκαριά μου και να ρωτάνε τους πολύ δικούς μου "αν κάνει να φάω από το φαΐ τους". Που να κατούραγα και στα μπάνια τους, δηλαδή.
Αυτοάνοσα και ψώρες να με σαπίζουν λίγο λίγο και κάθε φορά που με βλέπει η μάνα μου να της φαίνομαι και πιο κίτρινη. Της γριάς οι μαλακίες, λέω, και μετά με κοιτάζω όταν πάω να ρίξω νερό στα μούτρα μου και βλέπω ότι δεν είμαι κίτρινη, προσιδιάζω στο πράσινο φωσφοριζέ.
Γιατροί να λένε "αυτή έτσι όπως είναι δεν αξίζει και πολύ κόπο, πάει για απόσυρση".
Υποψήφια αφεντικά (σκατά) να μη θέλουν να με ξαναδούν μετά την πρώτη φορά που βλέπουνε τα μούτρα μου.

Και γι' αυτά, χέστηκα βασικά. Θα επιβιώσω με τις πληγές και τις φλεγμονές...

αλλά, τι? ως πότε?

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

από τη ζα στα ζα*

"τι κάνεις, καλά είσαι (x5), νοικιάζεις, με ποιόν νοικιάζεις, τι άλλο κάνεις, πού ήσουν πριν έρθεις"

κάνω βόλτες στα κρατητήρια, είμαι σκατά, κοιμάμαι σε καβάτζα με τη γκόμενα μου με την οποία έχω ένα εξώγαμο παιδί που το πήρε η πρόνοια, τι άλλο κάνω.. ε, στον ελεύθερό μου χρόνο κάνω καμιά φέρμα σε καμιά γριά για τα γούστα, και πριν έρθω βασικά ήμουν Κορυδαλλό για κάτι τράπεζες (τουλάχιστον τις έφαγα, δε με έφαγαν).

ήρθα εδώ με σκοπό να διαφθείρω τους αγνούς παρθένους κλαρινογαμπρούς σας και να τους κολλήσω μανιοκατάθλιψη και χασίσια και να τους κάνω ενέσεις στα μπράτσα καθώς θα τους ψιθυρίζω τον ύμνο του ΕΑΜ στο αυτί αργά και βασανιστικά.


Α στα διάλα πια. Τα ίδια και τα ίδια εδώ κι αιώνες, δε βαρεθήκατε, ένας μήνας στην τιμημένη ελληναράδικη επαρχία είναι τόσο βαρέος κι ανθυγιεινός όσο και 1 χρόνος εργασίας ως καθαρίστρια σε γραφείο των χρυσών αυγών πια.

άλλος κανείς?

*τα ζα=ντοπιολαλιά που σημαίνει " τα ζώα"

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Π.Α.Ο*. ΟΛΕ ΟΛΕΕΕΕΕ

όριο: "να μην παρουσιάζουμε εικόνα πιάτσας".


μάλιστα. οπότε, όταν πάτησα καταλάθος τον Γ. είπα "συγγνώμη" κι όταν μου πρόσφεραν χυμό, θεώρησα το "ευχαριστώ" δείγμα καλής πίστης και συμμόρφωσης. Τουλάχιστον, στην πιάτσα δε θυμάμαι να είπα ποτέ ευχαριστώ σε κάποιον, εκτός από μια φορά που ήμουν όλη μέρα νηστική και μου έδωσε ένας κάτι γκοφρετίνια χωρίς να με ξέρει και από μια άλλη φορά που μας γλύτωσαν από ένα πακέτο. Α, και μια φορά ακόμη, σε έναν "πονόψυχο" πιτσιρικά μπάτσο που με λυπήθηκε και δεν μου έκανε το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου κάνει κάποιος (όχι να με τραβάει στα κρατητήρια, ας με τράβαγε όπου ήθελε-αλλά χαρμανάκι, όχι σας παρακαλώ, πόσα να αντέξω πια!). Οπότε λοιπόν, δε θυμάμαι και πολλές φορές να με έπιαναν οι ευγένειες. Που σημαίνει ότι οι ευγένειες και τα παρακαλώ δεν παίζουν και πολύ στα στενάκια κάτω απ' τα μπουρδέλα, παίζουν? (Κοίτα που φτάσαμε να αμφιβάλουμε για το αν η γη γυρίζει!)

"Μη λες ευχαριστώ."
???? (σιωπή)


"Γιατί?"
"Είναι όριο. Δε λέμε ευχαριστώ."

Νταξ' ρε φίλε. Μη μασάς.



Επίσης, δεν καθόμαστε σταυρώνωντας τα παπούτσια κάτω απ' την καρέκλα. Επίσης, εγώ στην πιάτσα δεν θυμάμαι να σταύρωσα τα παπούτσια κάτω από καμιά καρέκλα ποτέ. Βλέπεις, πάνω στα πεζούλια, στα σκαλάκια και στα πεζοδρόμια, δεν είχε συνήθως καρέκλες για να κάτσεις. 


[Καλά, δεν έφαγα την πιάτσα με το κουτάλι, ούτε πρόλαβα σφαξίματα και άγρια πεσίματα. Ευτυχώς (?) ήμουν πάντα η περαστική, όπως κι από παντού άλλωστε. Τι κατάρα κι αυτή. Μια ζωή περαστικός. Περαστικός απ' την Ομόνοια, απ' τα Εξάρχεια, απ' το Σύνταγμα, από Πανεπιστήμια, από πρεζοκαφενεία, από κρεβάτια κλαρινογαμπρών, από κρεβάτια αλκοολικών, από καβάτζες στη λαχαναγορά και από το Μέγαρο Μουσικής και το Tate Britain , από τμήματα, από απονομές βραβείων λογοτεχνίας, από  από 'δω κι από κει, από παντού, ένα μάτσο τσαμπράγκαλα -χαρτάκια, χαρτάρες, πολύχρωμα μπιχλιμπίδια και εφτάπατα άρβυλα, καλαμάκια, πιατάκια και ταψάκια και κατσαρολάκια (φάνη τρελέ) περισπούδαστα τρικάκια, ποικιλία σε ψυχοφάρμακα που "δεν τα θες εσύ αυτά γιατί είσαι μια χαρά", δεν κοιμάσαι μια, δυο, τρεις μέρες οπότε ανοίγεις τη συλλογή και μαγειρεύεις, και τόνοι γλίτσας, μια καρικατούρα με τουαλέτα με ουρά, πλαστική σαγιονάρα βασικά από αυτό το αφρώδες υλικό, ναι αυτές που μας έπαιρναν οι μανάδες μα το 90κάτι,  και καπέλο καουμπόυ (το 'χεσα κι εγώ).
Βαρέθηκα να περιφέρομαι. Μόνο που παίζει το θέμα ότι βασικά, δε με χωράει ο τόπος. Κανένας τόπος. Οπότε, το μόνο που μου μένει είναι να συνεχίσω να περιφέρομαι. Αλλά εκεί που δεν έχει μπανανόφλουδες. Και στην τελική, ναι, πάτησα και κάτι μπανανόφλουδες εκεί στη γύρα, έφαγα και κάτι σάρες αλλά πήγα ένα βήμα πιο πέρα. Με τα γόνατα, αλλά μετακινήθηκα ένα βήμα τουλάχιστον-αποδεδειγμένο από τους νόμους που διέπουν τη μετατόπιση ενός κινητού (ναι, μονάδα έγραφα στη φυσική).]



Επίσης, η μάνα μου έβαλε κλειδαριά στο φαρμακείο του σπιτιού της εν όψει της πασχαλινής μου επίσκεψης στο πατρικό. Μόνο που το φαρμακείο του σπιτιού δεν έχει μορφίνες και μπούμπλε. Τώρα, ποιος της είπε ότι θα προσπαθήσω να τη βρω με τις  ασπιρίνες, τα καθαρτικά, το μπεταντίν και τα αντιισταμινικά... σκέφτομαι, σκέφτομαι και δεν πάει το μυαλό μου.


Επίσης, όταν είχα έρθει να τη δω, η ανορεξία μου την έβαλε σε σκέψεις. Σήμερα το σαβούριασμα κάθε είδους σοκολάτας την έβαλε σε σκέψεις.


Θες να κάνεις σωστή δουλειά, ξέρω γω? Εξαφάνισε από την κουζίνα:

α)λεμόνια
β)κουτάλια
γ)καλαμάκια
δ)αλουμινόχαρτο


από το μπάνιο:
α)βαμβάκι
β)λαστιχάκια μαλλιών


και γενικά κορδόνια παπουτσιών, κάρτες ανάληψης μετρητών, βιβλία, γραβάτες, μαχαίρια, σπίρτα, καμινέτα, λάμπες, πάσης φύσεως ιλουστρασιόν χαρτιά, τον καφέ. Αν θυμηθώ κάτι άλλο, εδώ είμαστε.


Α στα διάλα. Αρκετά έχω καεί, για να καώ κι άλλο. 
Και στην τελική ελευθερία ή θάνατος. 
Για μάντεψε.....


*Πάω Ανευ Ορίων

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Δεν έχεις σύνδεση στο διαδίκτυο. Ούτε τηλέφωνο.


 Βασικά, δεν έχεις καν κάποιο επίσημο έγγραφο, ταυτότητα, διαβατήριο, κάτι που να φρενάρει τον κάθε κερατά απ' το να σε τραβάει στα τμήματα και την επόμενη να μην θυμάσαι πού στο διάολο απέκτησες αυτές τις μελανιές και τα γδαρσίματα. Ε, με ένα κουτί ταβόρ, και πολλά θυμάμαι... και τελικά, βενζο είναι το ταβόρ. εγώ χρόνια το 'ξέρα για οπιούχο.


Σε δυο βδομάδες δεν θα έχεις ούτε σπίτι. Και βασικά, με έναν υπνόσακο θα βολευόμουν κάπου. Αλλά δεν έχεις ούτε υπνόσακο.


Δεν έχεις ούτε φίλους. Ο τελευταίος φίλος κουράστηκε να λέει για τη φίλη του το τζάνκι. Κι εκείνοι που είναι κι οι ίδιοι τζάνκις, α αυτούς δεν τους μέτρησα ποτέ για φίλους. Όχι γιατί μου χάλαγαν τη βιτρίνα, αλλά γιατί προσπαθούσαν να σε πείσουν ότι τα 300 μίλια είναι 600. Βρες το λάθος.


Και βασικά, θα μπορούσες να καταλήξεις πάλι βιασμένη για 20 ευρώ. Και μετά να γυρνάς πάλι όλα τα νοσοκομεία της Αθήνας μισοπεθαμένη. Κώλο έχεις-ακόμα.

Ξέρεις τη λύση. Μια τσαντιά, 3 γραμμαριάκια, ένα σέο από το δρόμο.

Και στα κομμάτια η ηπατίτιδα. Και οι τσέοι. Εκεί που θα είμαι μετά, ας έρθουν να με βρουν αν έχουνε τ' αρχίδια. 

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

η απόφαση

το πήρα απόφαση. μέσα-έξω μήνες τώρα, το μισό καιρό χαρμάνισσα.
όχι άλλο. ειλικρινά, μου 'χει φύγει ο πάτος να κόβω. το έχω κάνει άπειρες φορές. εκείνη η φορά, δε, που έκοψες για να πας στο χωριό να δεις την απελπισμένη σου μάνα, ήταν ανεκδιήγητη, με εσένα να σπας πιάτα και να φοράς 2 φούτερ και σκουφί στο σπίτι και τη μάνα να τρίβει τα μάτια της.

ο  Α., φίλος τα τελευταία χρόνια, φίλος με αρχίδια, που σε ανέχτηκε να σέρνεσαι στο χαλί του και να του χτυπάς τα κουδούνια τα μεσάνυχτα, όχι αρχίδια φίλος που σε έστειλε στο διάολο γιατί στο κίνημα δεν χωράνε πότες και φιλήδονοι, κι εσύ με τα ποινικά σου κ τον φάκελό σου είσαι μπελάς για την υπόληψή τους, που λέγαμε, ο Α. σε ρωτάει λοιπόν, αφού σου πει τα δικά του, για 'σένα. "Μια χαρά!" απαντάς. "Χαίρομαι ρε φίλε. Το θέμα πώς πάει, το παλεύεις?" Τι να πεις κι εσύ, που έχεις ορκιστεί 5-6 φορές -κι άλλες που δε θυμάσαι- ότι βαρέθηκες να ζεις σαν το ρεμάλι και να ζέχνουνε γύφτικα σκατά τα χνώτα σου, κι ότι γαμώ την καταδίκη σου θα κόψεις, θα γίνεις άνθρωπος, στα παντελόνια σου, και μετά βάζεις την κασέτα για την πουτάνα την κοινωνία που σε κατάντησε ερείπιο, κι όλα τα ευαίσθητα παιδιά την πατάμε, και η μάνα μου που με έδιωξε από το σπίτι με έριξε στην φόλα, και πόσο με έχει πικράνει ο ντουνιάς (στοπ, πληζ). Τι να πεις λοιπόν! "Και πόσο καιρό έχεις να πιεις τώρα?". Χμ, σκέφτεσαι. "Ε, από τότε που με είδες τελευταία φορά πιωμένη, θα 'ναι καμιά βδομάδα." Φυσικά, όταν τα λες αυτά, ο φίλος δεν δίνει σημασία στο μάτι που είναι καρφίτσα, γιατί κάτι λες για λοναρίντ που παίρνεις για τον πονόδοντο. "Παραπάνω, πάνε δύο βδομάδες. Μπράβο ρε μαλάκα, αφού μπορείς, το βλέπεις, μην το αφήσεις να σε φάει!".  Κι έτσι, ο φίλος ξέρει τη μισή αλήθεια-νομίζει ότι πίνεις μόνο όταν βαράς ντάγκλες, ενώ τις υπόλοιπες φορές είναι τα λοναλγκάλ. "Σε βλέπω καλύτερα, πάντως, μέσα στο κέφι, ούτε κρυώνεις, ούτε πονάς, και φαντάσου σήμερα έχει τόσο κρύο που κρυώνω εγώ... συνήλθες για τα καλά!". Δαγκώνεσαι. Ούτε κρυώνεις, ούτε πονάς.


Ναι, ωραία. Τώρα είσαι διπλός μαλάκας. Λες ψέματα όχι μόνο στον εαυτό σου, αλλά και σε όσους πιστεύουν σε εσένα.

Για αρχή, σταματάς να λες ψέματα στον εαυτό σου και κάνεις ό,τι νιώθεις. Στην τελική, καθαρή έχεις φερριτίνη 3 και πονάς και κρυώνεις. Απρίλης μήνας έφτασε και επίσημα κόβεις από το Γενάρη.

Το πήρα απόφαση, λοιπόν. Παραδίνομαι. Κι όποιος αναρχικός μου κόψει την καλημέρα, κι όποιος φίλος χαλαστεί με την παρακμιακή μου όψη... καλή καρδιά.
Μια φορά, εγώ όποτε είμαι ζάντα, ούτε στην πλατεία αράζω, ούτε κάνω τράκες ευρά, ούτε ανακατεύω κανέναν στο καζάνι της αρρώστιας. Είμαι για πάρτη μου...

Σχόλιο 1- Τι νόημα βρίσκεις, καμμένο, να γράφεις για το πόσο άρρωστη είσαι? Μαγκιά είναι?
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΚΙΑ. Ξέρω και 'γω. Βαθιά μέσα μου, θέλω απλά να τα πω κάπου. Κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να είναι ούτε ο κάθε υγιής φίλος -γιατί δε γουστάρω να ξενερώνω κόσμο, ούτε ο κάθε συν-άρρωστος φίλος -γιατί συντηρώντας τα τακίμια, αυτό το "ξέρω πως ανάσκελαααα θα μας βρουν ένα πρωίίίίί" προβλέπεται πριν κλείσεις τα 27 (μέχρι κι η Έιμι τα κατάφερε).

Σχόλιο 2- Και που τα γράφεις, τα διαβάζει κανένας?
ΟΧΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ. Και μεταξύ μας, ο καθένας μπορεί να λέει παπαριές χειρότερες κι από αυτά που γράφω εγώ. Όσο ακόμα ζει η Λένα Μαντά, λειτουργεί σαν ασπίδα για πιθανά λαχανικά. Θα μου πεις, εγώ δεν φαντάζομαι ότι παράγω συγγραφικό έργο. Απλά... χμ... την έχετε δει τη γραφική εικόνα του τοξικομανή που περιφέρεται στο δρόμο και πιάνει την κουβέντα σε οικογενειάρχες και τους λέει την ιστορία της ζωής του και τον πόνο του, όντας παράδοξα κοινωνικός και ομιλητικός. Από το να γίνω έτσι, ας γράφω τις παπαριές μου, λοιπόν....

Σχόλιο 3- Καλά, πού τη βρίσκω την όρεξη?
Λέγαμε για τον γραφικό φίλο που είναι "παράδοξα" κοινωνικός κι ομιλητικός και εξομολογητικός κι αγαπάει όλο τον κόσμο (όλους τους υπόλοιπους πιατσόβιους, δηλαδή). Την όρεξη την βρίσκεις σε πολλά μέρη. Κυρίως στο κέντρο, αλλά και σε κάποια προάστια. Ανάλογα τι λεφτά κρατάς.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

η πλατεία έχει γίνει πιάτσα. τι κι αν δεν γίνεται νταραβέρι με χάπια και άλλα άρρωστα ναρκωτικά, βλέπω άπειρο κόσμο που σκάει από κάτω, βαράει, σκάει μετά από πάρκο, κατουράει, ξερνάει, και τι σημασία έχει που δεν έγινε στα Εξάρχεια! και πώς έχει γίνει πιάτσα η πλατεία, μόνο νταραβέρι με νταφού γίνεται, υπερβολική!!!! το οποίο βέρι το έχουν πάρει εργολαβία κάτι αλβανοί εθνικιστές, που διαλαλούν περήφανοι ότι είναι βαφτισμένοι ορθόδοξοι. ρατσίστρια, τι σε νοιάζει που είναι εθνικιστές? επειδή είναι αλβανοί, ε? έχουν κι αυτοί δικαίωμα στον εθνικισμό!!!
σίγουρα. όσο δικαίωμα έχει και ο μαύρος και ο τσιγγάνος που σου δίνουν χώμα. τι, ρατσιστές με τους ρομά θα γίνουμε? την άλλη φορά δυο παιδάκια ρομά σου αρπάξανε την τσάντα, σε άφησαν με το βρακί κυριολεκτικά...α, και με ένα χαρτί χώμα. αλλά εσύ δεν μπορείς να τους κακολογήσεις, γιατί είσαι ρατσιστής. κι αν παραπονεθείς για το μηδενικό ηθικό τους υπόβαθρο, τα βάζεις αυτόματα και με το χρώμα τους.
εσύ φταις. ας μην ήσουν πρεζάκιας, να μην σε τρώγανε. ποταπέ.



αναρχοφασίστα, για 'σένα λέω. πόσο πιο ξεκάθαρα πια, δηλαδή?

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

choose life*

πάνε 3 ολόκληρες μέρες. τι έχω να πω? ότι είναι ωραίο να ξέρεις ότι δεν είσαι χαρμάνης. κι όποιος δεν έχει νιώσει τον πόνο στο πετσί του, όταν δεν έχει γαμήσει την πάρτη του τόσο που να πρέπει με όποιο κόστος να γεμίσει μπάζα τη μύτη του και τις φλέβες του για να μπορεί να κάνει το αυτονόητο -να υπάρξει (ΜΑΛΑΚΑ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ "ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΥ"- δεν θα καταλάβει ποτέ. τι έχω να πω ξανά? του εύχομαι να μην καταλάβει. δεν χρειάστηκε όλοι να παίξουν στη ρουλέτα ότι πολυτιμότερο έχουν -κι αυτό δεν είναι κάτι που έχεις, βασικά, το πολύτιμο είναι ό,τι είσαι-  για να καταλάβουν.


3 μέρες που άλλαξες μαλλιά, έβγαλες τους εναπομείναντες χαλκάδες απ' τα χείλια, το πανάρχαιο φούτερ που έχει συρθεί σε δρόμους, λεωφόρους, χώματα κι έχει ποτίσει αλητεία, τα χοντροκομμένα παπούτσια, τις φαγωμένες γκέτες, τα γάντια σου με τα κομμένα δάχτυλα (ναι, αυτά που φοράει όλη η Αθήνα, η πραγματική Αθήνα όχι το Άττικα και το Μολλ), πνίγηκες στο αποσμητικό και το μεικ-απ για να κρύψεις το πραγματικό σου πρόσωπο και το δεξί σου χέρι, γιατί το αριστερό το έχεις καμουφλάρει έτσι κι αλλιώς με πολύ μελάνι, και να, τώρα που ξεφορτώθηκες τον εαυτό σου, σε ένα γραφείο, στήνεις κώλο στη μηχανή του κιμά και λες "παρακαλώ, περάστε, σκίστε με, χύστε με, βρίστε με".

μια βδομάδα. δυο, αν είσαι "τυχερός". μετά, να σαι πάλι εκεί, εκεί που ξέρεις, εκεί που σταματάει ο χρόνος. μπουχτησμένος μέχρι τα μπούνια, να πα να γαμηθεί, σπας στο μάρμαρο το κομμάτι της λάσπης, που κι αυτό άλλωστε είναι πνιγμένο στο μεικ-απ σαν εσένα (πόσες πια εκείνες οι φορές που βρήκες κομματάκια σοκολάτας και γατόσκατων κι έτρεχες να βρεις τις τηλεκάρτες) και χαίρεσαι μόνος σου.





κι ως πότε?

πάρ' το απόφαση, είσαι αυτό που είσαι. κι όσο προσπαθείς να αλλάξεις μυαλά αλλάζοντας μαλλιά κλπ, η βιωσιμότητά σου, καθαρά πρακτικά, συρρικνώνεται.
βρες τι θα κάνεις. ολόκληρος άνθρωπος, όμως, όχι σε "δόσεις".
choose life.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

κι άσπρο πάτο.

βλέπεις την άλλη, "αφιερώνω το παυσίπονο σ' εσένα, αλήτη Μήτσο, που σε είδα στο Γκάζι στην πυραμίδα να φασώνεις το βλήμα που σπουδάζει στην Καλών Τεχνών. αλήτη! πώς να διώξω αυτό τον πόνο μακριά!!!!!! δικό σας αλάνια του φβ, καληνύχτες!!!!"

η απάντησή μου-http://www.youtube.com/watch?v=GD_rZkSyIbY





ώρες, ώρες γραψίματος σε ημερολόγια αυτογνωσίας και τετράδια βημάτων.

τελικά, είμαι? κι αν είμαι, τι είμαι? και πόσο είμαι? και γιατί είμαι?

ερωτήσεις άκυρες, γιατί η απάντηση είναι κοινή. ΕΙΣΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ. θέλεις να μάθεις πόσο? και τι λογής είναι αυτή η αρρώστια που σου σαπίζει τα κόκαλα και σου κατατρώει την ανθρώπινη υπόσταση? δεν σου φτάνει να περιφέρεσαι μισός, σα σαρακοφαγωμένο έπιπλο, και να σου λένε στο δρόμο ότι δεν έχεις πολλή ζωή ακόμα, την ημέρα που μετά κόπων και βασάνων, κατάφερες με 100000000 παράπλευρες απώλειες να πεις, ναι ρε πούστη, έκλεισα 22 χρόνια ζωής-απ' τα οποία τα 7 "ήταν βουτηγμένα στην κατάθλιψη", λέει ο γιατρός. Μια φορά, άκουσα μια τύπισσα να λέει νιαουρίζοντας, για κάποιον που ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο "και τι σημασία έχει, αν νιώθει καλά μέσα του?"


αυτά κι αυτά, μας φάγανε.
γιατί γαμώ την πουτάνα μου είμαι άρρωστη από άποψη. ναι, από άποψη. κι αυτό είναι το πιο άρρωστο- ή μήπως όχι?


σημασία έχει ότι όταν τραγουδάς χαρούμενος "είμαι πάνω, είμαι κάτω, είμαι εκεί, είμαι εδώ, ΛΙΩΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ" και σ' ακούνε οι περαστικοί μέχρι τη Βικτώρια, δεν είναι ακριβώς διασκέδαση. γιατί μετά, δυο μέρες θα είσαι όντως λιώμα και άλλες 5 θα ουρλιάζεις "λιώνωωωωωωω" κάτω από κουβέρτες σ' ένα υγρό δωμάτιο, μουσκεμένος από τον κρύο σου ιδρώτα.

και σε ρωτάω, γιατί αφού είσαι ένας άνθρωπος με μυαλά, κι όχι ο 45χρονος Μήτσος, που δεν νιώθει μία εδώ και 25 χρόνια, γιατί, γιατί είσαι τραβάτε με κι ας ξέρω? κι ακόμα χειρότερα, κανείς δεν σε τραβάει -και δεν "κλαις"- ΄σέρνεσαι μόνος σου ως τον γκρεμό?  ξέρεις ότι από κάτω, το χάος. κι εσύ πας με το bmx και χαίρεσαι, για την αδρεναλίνη.


γιατί πώς να αντέξω να σπαταλάω 30 ώρες τη βδομάδα, πουλώντας τη σαπίλα του συστήματος για να έχω το δικαίωμα να ζήσω? μάλιστα, κύριοι, εγώ αυτά τα 2 κατοστάρικα τα θέλω γιατί δεν πάω να ανοίξω μπουκάλια, ούτε κάνω την αμόρφια πλούσια με 20ρικα κάθε βδομάδα.

Λέγεται ΣΥΣΤΗΜΑ. όπου σύστημα=ο θάνατός σου η ζωή μου.
ο κερατάς στην ευριπίδου δεν πιστεύω ότι είναι πιο άνθρωπος από εσένα. αυτός θα μου πεις, σπρώχνει θάνατο με τη μία. μπαμ και καλά στέφανα.
εσύ που στοχεύεις στο να κάνεις τον άλλο να ψοφήσει στο μεροκάματο και στο γυμναστήριο, γιατί ντε και καλά η κρεατίνη του χερμπαλαιφ χρειάζεται όσο η ζάχαρη, τι είσαι? τι μέρος του λόγου?


συνεχίζεται.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

στον καθρέφτη: χωρίς μάσκα ούτε αναισθησία

Πίστευα σ' εμένα, και μέχρι τώρα που γράφω ακόμα πιστεύω. Θέλω να πιστεύω πως το πιστεύω, δηλαδή.
Ξέρω πως αυτό το μπλογκ δεν το διαβάζει κανένας, πέρα από μένα. Κι αν το διαβάσει, θα πει "άλλη μια ζωή χαμένη", αν είναι καλός, "άλλο ένα ζάκι που νομίζει ότι επειδή κατέστρεψε τη ζωή του μπορεί να θεωρεί ότι ξέρει από ζωή", αν είναι κακός.


Κοιτώντας στον καθρέφτη, βλέπω ένα ακόμη κομμάτι μιας σκισμένης σελίδας ενός βιβλίου που λέγεται "η παρακμή μιας εποχής".

"Πώς έχεις γίνει τόσο κίτρινη! Να πας να κοιτάξεις το συκώτι σου μικρή, δε σε βλέπω καλά", είπε ένας φίλος. Θα χαιρόμουν κανονικά που έχω φίλους. Έπειτα, ο φίλος βγάζει από την κάλτσα του το ζωτικό του ελιξήριο και τραβάει δυο μυτιές. Ευχαριστώ, φίλε, που με νοιάζεσαι. "Μπα, δεν έχει τίποτα, έτσι είναι το χρώμα της". Πράγματι, έτσι είναι το χρώμα μου. Αλλά δεν είναι το φυσικό μου, όπως λένε και κάτι ξανθές με μαύρες ρίζες. "Και ποιο είναι, λοιπόν, το φυσικό σου?"

Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι.

στην τροχιά των χαμένων* (μ' αγαπάει ο Φάνης!!)

μετανάστες κι αλλόκοτοι που ήρθαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι έγιναν μεγάλοι και τρανοί-οι καλύτεροι μπετατζήδες, ξυλουργοί, ραφτάδες και κουρείς και φαρμακοπώλες ("φόλες", δηλαδή, και τα ονόματα και οι μορφές τους έγιναν σύμβολα μίσους και τρόμου στα σοκάκια της Αθήνας μας). η γενιά των καμμένων φοιτητών, που ξαφνικά ξύπνησε από το κώμα και μεγάλωσε σε μια μέρα κι αναρωτιέται τι στο διάολο έχει βρεθεί να κάνει. και το ψάχνει σε σεμινάρια, καταρτίσεις, καταχρήσεις. ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις, φοιτητάκο που έσκασες από την Κωλοπετινίτσα, όταν στα 17 σου σε έβαζαν να διαλέξεις -να,διαλέξεις δε λέω. choose life, αδερφέ- όλη την υπόλοιπη ζωή σου, σα προιόν στο Καρφούρ της γειτονιάς. περίεργοι. τους βλέπεις στη Βικτώρια να παίζουν ξύλο με το παγκάκι, δίπλα από τους Ρώσους οικογενειάρχες με τα μπουκάλια βότκα τους. κι άλλοι περίεργοι. τα πρωινά τρέχουν πάνω-κάτω στις σκάλες στην Ομόνοια με μεγάλους χαρτοφύλακες. κοτούν το ρολόι τους και ξεφυσούν κι αγανακτούν στο τηλέφωνο. κάπου-κάπου, μια παρέα φοιτητών με καθαρά ρούχα και κόκκινα μάγουλα, κάνει αισθητή την παρουσία της γελώντας τρανταχτά, πειράζοντας ένα κορίτσι με τζελ νύχια και εντέχνως ισιωμένα μαλλιά. πόσες φορές σε τρόμαξαν όλοι τους. στα σκαλιά πάνω από το μετρό στο Σύνταγμα, παιδιά με φαρδιά παπούτσια βγάζουν κικ-φλιπ με την ευκολία που εσύ σηκώνεις τα μανίκια σου για να ρίξεις νερό στα μούτρα σου. κυριλέ τζάνκια, που διαβάζουν Νίτσε. θλιβερά μάτια εκλιπαρούν να πάρεις ένα στιλό. 

Το κρύο που σου περονιάζει τα κόκκαλα πρωί περιμένοντας το μετρό. Τα τρία γεμάτα λεωφορεία που έκαναν το αφεντικό σου να σε ξεχέσει, επειδή σου πληρώνει τα πολίτιμα λεπτά που άργησε το λεωφορείο.

εσύ, που στα 20 σου συνήθισες να καρπώνεσαι σαπίλα. κι όταν σε ρωτάνε, πώς και συνήθισες να ζεις στην κόλαση, απαντάς πως η συνήθεια έγινε λατρεία. και πως αγάπησες τη σαπίλα όσο οτιδήποτε άλλο. στην Αθήνα μας. άθλιες ψυχές ξερνούν πόνο. αυτή η πόλη ξερνά τον κόσμο της, σαν ηφαίστειο που σκοτώνει. μερικά αλάνια γράφουν και βάφουν και ζωγραφίζουν, πάνω στους γκρίζους τοίχους κι ύστερα οι άλλοι, που ζωγραφίζουν τον πόνο ανεξίτηλα στα ρυτιδωμένα από την αγανάκτηση κορμιά τους.

οι χαμένοι. και οι καημένοι, που έφαγαν τη ντόπα τους κι έκατσαν στον καναπέ να δουν τον Πρετεντέρη.


εσύ, πες μου εσύ, στ' αλήθεια, την Αγαπάς την Αθήνα μας?

* τρύπες