Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

στην τροχιά των χαμένων* (μ' αγαπάει ο Φάνης!!)

μετανάστες κι αλλόκοτοι που ήρθαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι έγιναν μεγάλοι και τρανοί-οι καλύτεροι μπετατζήδες, ξυλουργοί, ραφτάδες και κουρείς και φαρμακοπώλες ("φόλες", δηλαδή, και τα ονόματα και οι μορφές τους έγιναν σύμβολα μίσους και τρόμου στα σοκάκια της Αθήνας μας). η γενιά των καμμένων φοιτητών, που ξαφνικά ξύπνησε από το κώμα και μεγάλωσε σε μια μέρα κι αναρωτιέται τι στο διάολο έχει βρεθεί να κάνει. και το ψάχνει σε σεμινάρια, καταρτίσεις, καταχρήσεις. ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις, φοιτητάκο που έσκασες από την Κωλοπετινίτσα, όταν στα 17 σου σε έβαζαν να διαλέξεις -να,διαλέξεις δε λέω. choose life, αδερφέ- όλη την υπόλοιπη ζωή σου, σα προιόν στο Καρφούρ της γειτονιάς. περίεργοι. τους βλέπεις στη Βικτώρια να παίζουν ξύλο με το παγκάκι, δίπλα από τους Ρώσους οικογενειάρχες με τα μπουκάλια βότκα τους. κι άλλοι περίεργοι. τα πρωινά τρέχουν πάνω-κάτω στις σκάλες στην Ομόνοια με μεγάλους χαρτοφύλακες. κοτούν το ρολόι τους και ξεφυσούν κι αγανακτούν στο τηλέφωνο. κάπου-κάπου, μια παρέα φοιτητών με καθαρά ρούχα και κόκκινα μάγουλα, κάνει αισθητή την παρουσία της γελώντας τρανταχτά, πειράζοντας ένα κορίτσι με τζελ νύχια και εντέχνως ισιωμένα μαλλιά. πόσες φορές σε τρόμαξαν όλοι τους. στα σκαλιά πάνω από το μετρό στο Σύνταγμα, παιδιά με φαρδιά παπούτσια βγάζουν κικ-φλιπ με την ευκολία που εσύ σηκώνεις τα μανίκια σου για να ρίξεις νερό στα μούτρα σου. κυριλέ τζάνκια, που διαβάζουν Νίτσε. θλιβερά μάτια εκλιπαρούν να πάρεις ένα στιλό. 

Το κρύο που σου περονιάζει τα κόκκαλα πρωί περιμένοντας το μετρό. Τα τρία γεμάτα λεωφορεία που έκαναν το αφεντικό σου να σε ξεχέσει, επειδή σου πληρώνει τα πολίτιμα λεπτά που άργησε το λεωφορείο.

εσύ, που στα 20 σου συνήθισες να καρπώνεσαι σαπίλα. κι όταν σε ρωτάνε, πώς και συνήθισες να ζεις στην κόλαση, απαντάς πως η συνήθεια έγινε λατρεία. και πως αγάπησες τη σαπίλα όσο οτιδήποτε άλλο. στην Αθήνα μας. άθλιες ψυχές ξερνούν πόνο. αυτή η πόλη ξερνά τον κόσμο της, σαν ηφαίστειο που σκοτώνει. μερικά αλάνια γράφουν και βάφουν και ζωγραφίζουν, πάνω στους γκρίζους τοίχους κι ύστερα οι άλλοι, που ζωγραφίζουν τον πόνο ανεξίτηλα στα ρυτιδωμένα από την αγανάκτηση κορμιά τους.

οι χαμένοι. και οι καημένοι, που έφαγαν τη ντόπα τους κι έκατσαν στον καναπέ να δουν τον Πρετεντέρη.


εσύ, πες μου εσύ, στ' αλήθεια, την Αγαπάς την Αθήνα μας?

* τρύπες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου