Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

ο νονός

ήταν βραδάκι Ιούλη γύρω στις 10. όχι ώρα ιδιαίτερα προχωρημένη, ακατάλληλη δηλαδή, για τους οικογενειάρχηδες, τους εργαζόμενους, τους λεπτεπίλεπτους.

ο Θ. και η Μ., ζευγαράκι στα 20κάτι, μέσα σ' ένα σαράβαλο που δεν έπαιζε καν μουσική γιατί ένα σχεδόν φιλικό πρεζάκι (φίλη πρώην φίλου-νυν πρεζάκια, που για καιρό τον είχαν για νεκρό) τους έκλεψε τα σιντιά. και βρουμ, και βρουμ, και η παραλιακή απλωνόταν στο βάθος, θάλασσα με μια ηχώ καγκουριάς και σήψης. ο Θ ψηλός, αδύνατος από το γύρισμα στους δρόμους το ολοήμερο, καμμένος από τον ήλιο, καμμένος από χέρι. εκείνη η εξίσου (ηλιο)καμμένη συνοδός του ήταν ρακένδυτη, με σαικεντελάδικες βάρκες για παπούτσια και ένα βλέμμα κολλημένο.


Ο νονός. Τον είδαν να τους λέει να του βρούνε μια κοπελίτσα στα 20 της, λέει, για έναν εύπορο πενηντάρη, για να γλεντάει αυτός, εκείνη να παίρνει την άσπρη της, να παίρνει κι ένα διακοσάρικο αυτός που θα του πήγαινε ντελίβερι τη λεία, αυτή που θα σφαζόταν για πάρτη του σαν το αρνί το Πάσχα.


Κέρασε το ζευγαράκι από μια γραμμή, η Μ. "δε μ' αρέσει η άσπρη", ο νονός "είναι για τα πλουσιόπαιδα", η Μ. "δεν είμαι πλουσιόπαιδο".


Και μετά, ο νονός εξαφανίστηκε, για να φτιάξει λέει κάτι τύπους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου