Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

περί περιγραφής

πλαστικά. και τι δεν είναι πλαστικό πια. πλαστικά για να τραφούμε. πλαστικά για να νιώσουμε. και πλαστικά για να μη νιώσουμε.

νοτισμένα από το βρώμικο αγιάζι της αθήνας, ξημερώματα, πόσα πλαστικά σε διάφορα μεγέθη φιγουράρουν λερωμένα από την γλυστερή γλίτσα καταγής. κομμάτια ζωών κομματιασμένων που μετατρέπουν έναν τόπο σε μια ατέλειωτη χωματερή.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

χώρισες (=χώρος άπλετος, που μου παραχώρησες)

ένα κρεβάτι με άπλετο χώρο, να αδειάσω όλες μου τις μικρότητες, όλα μου τα κομμάτια που αν τα συναρμολογήσεις θα σου δώσουν κάτι από το παλιό μου εγώ-μην κοιτάς στον καθρέφτη, δεν θα δεις παρά μια αχνή ανάμνηση των όσων ήξερες.

έλα πίσω, να με στριμώξεις στα δοκάρια εκείνης της φτωχικής, ατόφιας ιδέας, να με στριμώξεις πάνω στο στρώμα, να στριμώξεις τα κομμάτια του παζλ πάνω στο καδράκι, να θυμίσει το ρημαδιό ξανά τοπίο.

κιούσπα

μια ζωή.
δυο ζωές.
παράλληλες,
με επιθέσεις αλλεπάλληλες.


πώς να χωρέσω, καρδιά μου, τόσες καρδιές σ' ένα στέρνο?

πώς πόνεσαν τα μάτια μου
να προσπαθώ να ξεχωρίσω, να ξεψαχνίσω, να καθαρίσω ό,τι έχουμε για πέταμα.


κι ό,τι απόμεινε από ψυχή.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

ο νονός

ήταν βραδάκι Ιούλη γύρω στις 10. όχι ώρα ιδιαίτερα προχωρημένη, ακατάλληλη δηλαδή, για τους οικογενειάρχηδες, τους εργαζόμενους, τους λεπτεπίλεπτους.

ο Θ. και η Μ., ζευγαράκι στα 20κάτι, μέσα σ' ένα σαράβαλο που δεν έπαιζε καν μουσική γιατί ένα σχεδόν φιλικό πρεζάκι (φίλη πρώην φίλου-νυν πρεζάκια, που για καιρό τον είχαν για νεκρό) τους έκλεψε τα σιντιά. και βρουμ, και βρουμ, και η παραλιακή απλωνόταν στο βάθος, θάλασσα με μια ηχώ καγκουριάς και σήψης. ο Θ ψηλός, αδύνατος από το γύρισμα στους δρόμους το ολοήμερο, καμμένος από τον ήλιο, καμμένος από χέρι. εκείνη η εξίσου (ηλιο)καμμένη συνοδός του ήταν ρακένδυτη, με σαικεντελάδικες βάρκες για παπούτσια και ένα βλέμμα κολλημένο.


Ο νονός. Τον είδαν να τους λέει να του βρούνε μια κοπελίτσα στα 20 της, λέει, για έναν εύπορο πενηντάρη, για να γλεντάει αυτός, εκείνη να παίρνει την άσπρη της, να παίρνει κι ένα διακοσάρικο αυτός που θα του πήγαινε ντελίβερι τη λεία, αυτή που θα σφαζόταν για πάρτη του σαν το αρνί το Πάσχα.


Κέρασε το ζευγαράκι από μια γραμμή, η Μ. "δε μ' αρέσει η άσπρη", ο νονός "είναι για τα πλουσιόπαιδα", η Μ. "δεν είμαι πλουσιόπαιδο".


Και μετά, ο νονός εξαφανίστηκε, για να φτιάξει λέει κάτι τύπους.



Μέρες κλεμμένες, μέρες του πνιγμού

Τον έλεγχες να πλησιάζει προκλητικά με αίσθηση
                                                        τα σβέρκα σου
                                 εκεί που σε γεμίζουν οι Ζωές
                                                  ελκυστικά σορόπια
                                      γέλια χαρές και γονιμότητα

 Ζντραβαλάνε τα κουδούνια του Βοριά
 καθώς σφυρίζει μανιασμένα στα σπασμένα σου ήδη τύμπανα.



Και το Έντομο
συνοδευόμενο απαραιτήτως απ' τη λευκή του κελεμπία
εγχύει αθόρυβα, επαγγελματικά, με τακτ
Κενά αέρως-

στα ήδη πνιγμένα στεγανά σου
θερμοκρασία 200 βαθμοί.


Κι ύστερα,
ακούστηκε μετά πως πέθανε δεμένος
ασφυκτικά, κατουρημένος-
ποτισμένος σε κίτρινο οξύ βενζοδιαζεπίνης-
και κεντημένος
σταυροβελονιά
απ' το 'να χέρι καήκανε λέει τα σπλάχνα του απ' το οξύ και το πύον.


Απ' το δεξί τον σκότωσε το Έντομο.

Γιατί, λέει, του κόστιζαν πολύ
τα φιλιά του.Κάθε φιλί κι ένα ευρώ.
Από 'κείνα που 'κανες τράκα στα βαγόνια του Υπουργίου.
Μπλιαχ.

Κι έτσι, κουλός κι απ' τα δυο χέρια, μαριονέτα εκείνων που ουρλιάζουν για τη χρησιμότητα των Φιλιών και των Εντόμων,
πνίγηκες δίπλα απ' τη σχεδία σου.
Την είχες φτιάξει από κόλυβα και ζιπρέξα.