Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

κάτω στην πόλη

καημένο μου μπλογκάκι, τι μου φταις κι εσύ να σε γεμίζω αρρωστίλα! αλλά τουλάχιστον, με ξαρρωσταίνεις. είσαι το παύσιπονό μου, κι ας το έχω καταντήσει αηδία πια το θέμα. άλλωστε, εγώ έτσι κάνω με τα παυσίπονα και τα πάσης φύσεως σχετικά ματζούνια,  τα καταντάω αηδία, μέχρι να βρω το επόμενο αναλγητικό. που θα με κάνει στο τέλος να ντρέπομαι-είδες ντρέπομαι που σε ξεφτίλισα κι εσένα.


ωραίες μέρες, αλλόκοτες. τότε που όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί. στην πόλη.
που όλα σε σπρώχνουν να γίνεις κι εσύ μια κουκκίδα πολύχρωμη στο μεθυσμένο αυτό αλισβερίσι-άραβες και νέγροι, βεδουίνοι με σπαθιά. εκεί που ο χάρος κάνει πανηγύρι, εμποροπανήγυρη βασικά, και που εσύ πλήρωσες θέση βι αη πι. την ακριβοπλήρωσες, γιατί το γλέντι έχει αίθουσες κι αίθουσες, κι εσύ ήθελες να πας σαλόνι. εκεί τα βλέπεις χιονισμένα. παγωμένα. πεθαμένα. στα άλλα σαλόνια, η σκόνη που κατακάθισε στα παράθυρα έχει άλλο χρώμα, πιο βρώμικο, καμία σχέση με το ευγενές λευκό.
κι εκεί, οι φίλοι σμίγουν. ο ένας κοντά στον άλλο, σκυφτοί, μουρμουρίζουνε ακατάληπτα, παρεούλες-παρεούλες, "σπασμένα σώματα μισά που τα πριόνισε το σκύψιμο".
ένας κάνει τράκες δεκάλεπτα, για να πάρει λεμόνια. για να μαγειρέψει το ζεστό του. δίπλα, ο σημερινός του φίλος έχει στρώσει ήδη κολατσιό. παραδίπλα, εσείς μαγειρεύετε, γιατί έκοψε λόρδα, και δυστυχώς το μαγείρεμα εκεί δεν είναι ποτέ ομαδικό και συλλογικό, αλλά μοναχικό και συλλογιστό.

περνάνε οι εργαζόμενοι.  περνάνε οι μέρες. περνάς κι εσύ, και κανείς δεν σε παίρνει χαμπάρι. σάμπως, δεν υπήρξες και ποτέ.



και περνάνε και όλα.
εκεί, κάτω στην πόλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου