Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

σε αναμονή θανάτου 2 *

τον έβλεπες μπροστά να σου γνέφει να πας μαζί του. ήταν δελεαστικός, δε λέω. κόλαση, σώπα κυρ-τέτοιε, τι μας λες.

σε γοήτευσε η κάπα που έκρυβε τα μούτρα του. ω ναι, γιατί αν τα χες δει, σιγά να μην πήγαινες να τα κάνεις και παρέα. ουστ, λεχρίτη. που ρθες σε μας να κάνεις πλάκα.... (άντε σπάσε ρε μαλάκα)


μαλάκας κι εσύ, ξεθαρεύτηκες, ήξερες και κάτι ψιλά καράτε, πίσω και σ' έφαγα πουτάνας γιε. του πιάνεις την κουβέντα. καλά τα λέτε εκεί, ανάμεσα σε χώματα και αναχώματα.


και ξαφνικά, να σαι κάτω από κάτι μεγάλα φώτα τάβλα, μπα ζω?, όπα όπα σιγά αδελφή την πεταλούδα μας το μελάνιασες το έρμο, όχι εμένα χωνί στο στομαχάκι μου δεν μπαίνει, άσε μας κι εσύ κόσμε που κοιτάς τον σβήνοντα άνθρωπα με ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ (γουατ δε φακ).

που λες, η νοσοκόμα της ανάνηψης μου θύμιζε τη Σανάγου με κοντά μαλλιά.


Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

σε αναμονή θανάτου *

κι έτσι, με καθαρά μυαλά, δεν μπορώ να γράψω τίποτα. φαίνεται τα μυαλά μου θέλουν σαμπουάν και οινόπνευμα και χλωρίνη για να λειτουργήσουν. για να 'ναι καθαρά και πλυμένα απολυμασμένα. και  έπειτα, σκέφτομαι την ε..


η κορμοστασιά της σαν κρεμάστρα και τα ρούχα κρεμασμένα άχαρα πάνω της, σαν από ξένο σώμα, ένα σουλούπι ασουλούπωτο, που κάτι φόρμες προσπαθούσαν να συμμορφώσουν. με κοίταζε κοκαλωμένα  τα μάτια της γυαλένια. όταν κατάφερνε να ψελλίσει  προσπαθούσα να καταλάβω τι έλεγε. μπέρδευε τα λόγια της από τα μαγικά κρυσταλλάκια της χλωρίνης κι έτρωγε ντάγκλες πάνω στο λάπτοπ που έπαιζε Χερουβείμ και Ταλαμάσκα. προσπαθούσα να πω κάτι για τη μουσική, πάλι καλά που δεν ξέμεινα να προσπαθώ να συννενοηθώ για την Πάολα. μου είπε ότι ήταν κομμένη. δεν μ'αρέσει να υποβιβάζουν τη νοημοσύνη μου, είπα ξερά, ενώ εγώ προσπαθώ να ζαλιστώ από μια σταγόνα και να παρηγορηθώ έναντι της ύστατης ξεφτίλας, που σαν προφιτερόλ σε  περίοδο δίαιτας μου γαργαλούσε τον ουρανίσκο- μόνο που το προφιτερόλ δεν θ' ανοίξει τα πνευμόνια σου σαν γαρύφαλλο και μετά την έκρηξη των ιστών στο ίδιο σου το κορμί δεν θα καταλήξεις στον τάφο ή στην εντατική, όπως έμαθα χτες για κάποιον χ.

τρομοκρατημένη, με τη βοήθεια του Αγίου Χόφμαν, έπεσα σ' ένα μαχαίρι από την κρήτη, με μια σκαλιστή μαντινάδα. τσακ, τσακ, τσακ. τουλάχιστον, οι ουλές είναι αναστρέψιμες, σαν το τσίμπημα της πεταλούδας που θα σου μελανιάσει το χέρι κάνα δυο βδομάδες μόνο. τουλάχιστον, το αίμα μου δεν γέμισε απ' αυτό το υγρό που στα καρτούν το βάζουν σ' ένα μαύρο μπουκαλάκι με νεκροκεφαλή και, έστω κι αν έτρεξε, ήταν καθαρό, το έβλεπα.

την επόμενη, έλειπαν πράγματα από το μικρό μας κουκλόσπιτο. τα υπολόγισα, έβγαιναν ένα χαρτί ίσα-ίσα.


κρίμα που σε κέρασα θάνατο εν αγνοία μου. α, όχι, οι πληγές θα κλείσουν με τον καιρό. χτες άρχισα να φοράω ξανά κοντά μανίκια.


εσείς όμως, πότε?






..........
σε είδα σήμερα στα μέρη εκείνα που σμίγει η σαπίλα του ντουνιά μας, ιούλης, χαρά θεού, κι έψαχνες, έψαχνες, μουρμουρίζοντας.



*Μ. Πολυδούρη

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

κάτω στην πόλη

καημένο μου μπλογκάκι, τι μου φταις κι εσύ να σε γεμίζω αρρωστίλα! αλλά τουλάχιστον, με ξαρρωσταίνεις. είσαι το παύσιπονό μου, κι ας το έχω καταντήσει αηδία πια το θέμα. άλλωστε, εγώ έτσι κάνω με τα παυσίπονα και τα πάσης φύσεως σχετικά ματζούνια,  τα καταντάω αηδία, μέχρι να βρω το επόμενο αναλγητικό. που θα με κάνει στο τέλος να ντρέπομαι-είδες ντρέπομαι που σε ξεφτίλισα κι εσένα.


ωραίες μέρες, αλλόκοτες. τότε που όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί. στην πόλη.
που όλα σε σπρώχνουν να γίνεις κι εσύ μια κουκκίδα πολύχρωμη στο μεθυσμένο αυτό αλισβερίσι-άραβες και νέγροι, βεδουίνοι με σπαθιά. εκεί που ο χάρος κάνει πανηγύρι, εμποροπανήγυρη βασικά, και που εσύ πλήρωσες θέση βι αη πι. την ακριβοπλήρωσες, γιατί το γλέντι έχει αίθουσες κι αίθουσες, κι εσύ ήθελες να πας σαλόνι. εκεί τα βλέπεις χιονισμένα. παγωμένα. πεθαμένα. στα άλλα σαλόνια, η σκόνη που κατακάθισε στα παράθυρα έχει άλλο χρώμα, πιο βρώμικο, καμία σχέση με το ευγενές λευκό.
κι εκεί, οι φίλοι σμίγουν. ο ένας κοντά στον άλλο, σκυφτοί, μουρμουρίζουνε ακατάληπτα, παρεούλες-παρεούλες, "σπασμένα σώματα μισά που τα πριόνισε το σκύψιμο".
ένας κάνει τράκες δεκάλεπτα, για να πάρει λεμόνια. για να μαγειρέψει το ζεστό του. δίπλα, ο σημερινός του φίλος έχει στρώσει ήδη κολατσιό. παραδίπλα, εσείς μαγειρεύετε, γιατί έκοψε λόρδα, και δυστυχώς το μαγείρεμα εκεί δεν είναι ποτέ ομαδικό και συλλογικό, αλλά μοναχικό και συλλογιστό.

περνάνε οι εργαζόμενοι.  περνάνε οι μέρες. περνάς κι εσύ, και κανείς δεν σε παίρνει χαμπάρι. σάμπως, δεν υπήρξες και ποτέ.



και περνάνε και όλα.
εκεί, κάτω στην πόλη.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

αυτό.



ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
Σκορπίζουν
των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη και παρόν
ψάχνουν να κρυφτούν από τη διαύγεια τους.
Αραιά και που καμιά τουφεκιά
πότε από κείνο το ευκρινές
χαράκωμα ή λύπη πότε από αμυδρότερο.
Στρατηγική να δείξει τάχα
ότι έρχονται ενισχύσεις. Ας παραδοθεί.
Έχει σχεδόν επικρατήσει ή φωτογραφία σου.
Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια
αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.
Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα
όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό
μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειας σου.
Μέρα τη μέρα πείθει πώς τίποτα δεν άλλαξε
Ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί
εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα
ανέκαθεν πώς έτσι σ' αγαπούσα γυρολόγα
από εικόνα σε απεικόνιση
κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.
Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν
από τη διαύγεια τους.
Αραιά και που καμιά τουφεκιά αμυδρή
μαρτυρία υπέρ σου ή λύπη
ας παραδοθεί.
Ό μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε
είναι ή απουσία μας
.



Κ. Δημουλά
Χαίρε Ποτέ

χμ.

περίεργο. μετά από 2 σχεδόν χρόνια απουσίας να ξαναπιάσεις μολύβι, όταν είχες συνηθίσεις να πιάνεις μόνο κώλους και κωλάντερα.

"σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει"


και τι να γράψεις. να γράψεις για τα σκατά? να γράψεις. για τα σκατά.

"γι' αυτά που ήρθαν, γι' αυτά που πάνε, για ό,τι χάθηκε στα μάτια μου μπροστά"



για τα ωραία. τα παράξενα. και τα κυριλέ.

"θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα".

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

επιμύθιο

κι εκείνες οι βραδιές οι αξημέρωτες, οι δηλητηριασμένες, τότε που περιφέρεσαι στον δρόμο, στις άδειες κι απύθμενες τρύπες της πόλης, σαν παιδί στα αχανή σου όνειρα, ένα κυνήγι του θυσαυρού για να βρεις το κομμάτι εκείνο που θα κάνει το παζλ της ζωής σου ολόκληρο..

εν λευκώ. τα όνειρα ξεπλύθηκαν με χλωρίνη και τα παράτησε κάποιος στα βρώμικα πλακάκια.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

απόψε κάνεις μπαμ

απόψε τα μυαλά μου θα τιναχτούν στον αέρα..... θα λερώσουν πρόστυχα τους τοίχους, τις αφίσες, την κουρτίνα. θα φωσφωρίζουν μολυσμένα και μιερά. η καρδιά θα χτυπά μόνη δίχως σώμα, σαν εντόσθιο  έτοιμο να τηγανιστεί μαζί με τα υπόλοιπα συκώτια, νεκρή, υποτιμημένη.


ένα ουρλιαχτό. το αίμα. το αίμα. το αίμα...


και μετά το χάος.