Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

στον καθρέφτη: χωρίς μάσκα ούτε αναισθησία

Πίστευα σ' εμένα, και μέχρι τώρα που γράφω ακόμα πιστεύω. Θέλω να πιστεύω πως το πιστεύω, δηλαδή.
Ξέρω πως αυτό το μπλογκ δεν το διαβάζει κανένας, πέρα από μένα. Κι αν το διαβάσει, θα πει "άλλη μια ζωή χαμένη", αν είναι καλός, "άλλο ένα ζάκι που νομίζει ότι επειδή κατέστρεψε τη ζωή του μπορεί να θεωρεί ότι ξέρει από ζωή", αν είναι κακός.


Κοιτώντας στον καθρέφτη, βλέπω ένα ακόμη κομμάτι μιας σκισμένης σελίδας ενός βιβλίου που λέγεται "η παρακμή μιας εποχής".

"Πώς έχεις γίνει τόσο κίτρινη! Να πας να κοιτάξεις το συκώτι σου μικρή, δε σε βλέπω καλά", είπε ένας φίλος. Θα χαιρόμουν κανονικά που έχω φίλους. Έπειτα, ο φίλος βγάζει από την κάλτσα του το ζωτικό του ελιξήριο και τραβάει δυο μυτιές. Ευχαριστώ, φίλε, που με νοιάζεσαι. "Μπα, δεν έχει τίποτα, έτσι είναι το χρώμα της". Πράγματι, έτσι είναι το χρώμα μου. Αλλά δεν είναι το φυσικό μου, όπως λένε και κάτι ξανθές με μαύρες ρίζες. "Και ποιο είναι, λοιπόν, το φυσικό σου?"

Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι.

στην τροχιά των χαμένων* (μ' αγαπάει ο Φάνης!!)

μετανάστες κι αλλόκοτοι που ήρθαν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι έγιναν μεγάλοι και τρανοί-οι καλύτεροι μπετατζήδες, ξυλουργοί, ραφτάδες και κουρείς και φαρμακοπώλες ("φόλες", δηλαδή, και τα ονόματα και οι μορφές τους έγιναν σύμβολα μίσους και τρόμου στα σοκάκια της Αθήνας μας). η γενιά των καμμένων φοιτητών, που ξαφνικά ξύπνησε από το κώμα και μεγάλωσε σε μια μέρα κι αναρωτιέται τι στο διάολο έχει βρεθεί να κάνει. και το ψάχνει σε σεμινάρια, καταρτίσεις, καταχρήσεις. ψάξε, ψάξε, δε θα το βρεις, φοιτητάκο που έσκασες από την Κωλοπετινίτσα, όταν στα 17 σου σε έβαζαν να διαλέξεις -να,διαλέξεις δε λέω. choose life, αδερφέ- όλη την υπόλοιπη ζωή σου, σα προιόν στο Καρφούρ της γειτονιάς. περίεργοι. τους βλέπεις στη Βικτώρια να παίζουν ξύλο με το παγκάκι, δίπλα από τους Ρώσους οικογενειάρχες με τα μπουκάλια βότκα τους. κι άλλοι περίεργοι. τα πρωινά τρέχουν πάνω-κάτω στις σκάλες στην Ομόνοια με μεγάλους χαρτοφύλακες. κοτούν το ρολόι τους και ξεφυσούν κι αγανακτούν στο τηλέφωνο. κάπου-κάπου, μια παρέα φοιτητών με καθαρά ρούχα και κόκκινα μάγουλα, κάνει αισθητή την παρουσία της γελώντας τρανταχτά, πειράζοντας ένα κορίτσι με τζελ νύχια και εντέχνως ισιωμένα μαλλιά. πόσες φορές σε τρόμαξαν όλοι τους. στα σκαλιά πάνω από το μετρό στο Σύνταγμα, παιδιά με φαρδιά παπούτσια βγάζουν κικ-φλιπ με την ευκολία που εσύ σηκώνεις τα μανίκια σου για να ρίξεις νερό στα μούτρα σου. κυριλέ τζάνκια, που διαβάζουν Νίτσε. θλιβερά μάτια εκλιπαρούν να πάρεις ένα στιλό. 

Το κρύο που σου περονιάζει τα κόκκαλα πρωί περιμένοντας το μετρό. Τα τρία γεμάτα λεωφορεία που έκαναν το αφεντικό σου να σε ξεχέσει, επειδή σου πληρώνει τα πολίτιμα λεπτά που άργησε το λεωφορείο.

εσύ, που στα 20 σου συνήθισες να καρπώνεσαι σαπίλα. κι όταν σε ρωτάνε, πώς και συνήθισες να ζεις στην κόλαση, απαντάς πως η συνήθεια έγινε λατρεία. και πως αγάπησες τη σαπίλα όσο οτιδήποτε άλλο. στην Αθήνα μας. άθλιες ψυχές ξερνούν πόνο. αυτή η πόλη ξερνά τον κόσμο της, σαν ηφαίστειο που σκοτώνει. μερικά αλάνια γράφουν και βάφουν και ζωγραφίζουν, πάνω στους γκρίζους τοίχους κι ύστερα οι άλλοι, που ζωγραφίζουν τον πόνο ανεξίτηλα στα ρυτιδωμένα από την αγανάκτηση κορμιά τους.

οι χαμένοι. και οι καημένοι, που έφαγαν τη ντόπα τους κι έκατσαν στον καναπέ να δουν τον Πρετεντέρη.


εσύ, πες μου εσύ, στ' αλήθεια, την Αγαπάς την Αθήνα μας?

* τρύπες