Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Θεσσαλονίκη

Κι εκεί που νόμιζα ότι στο λιμάνι των Βαλκανίων θα βρω επιτέλους την Ιθάκη μου -μιας κι είμαι από νησί και έχω μια σχέση καψούρας με τον ορίζοντα- να 'μαστε πάλι στα ίδια σκηνικά.

Το υπόγειο είναι υγρό.

Ο Φ. είναι ξαπλωμένος σε μια γωνία. Φυτοζωεί αυτό το παλικαράκι. Τρέφεται με πρέζα και χάπια και είναι ένα πλάσμα που δεν θα ήθελα να δω το τέλος του. Γιατί το ξέρω ήδη-το ξέρει κι αυτός.


Ο Π. Ο Π. που εδώ και 4 χρόνια με τυρρανάει. Δεν ξέρω ποια αγαπά τελικά. Εμένα ή την πρέζα?
Δεν ξέρει ούτε αυτός. Κι όσο καιρό αναλώνομαι στο μεταίχμιό του, όλο και γερνάω, όλο και σβήνω. Νομίζω πως θα αφήσω τα κόκκαλά μου στην πόλη αυτή. Κι όταν ήρθα ήμουν γεμάτη όνειρα.
Εδώ έκαψα και την τελευταία μου φλέβα.
Εδώ έμαθα την ανατομία όλου του αγγειακού συστήματος.


Εδώ θα πεθάνω. Λογικά....

Δεν έχω άλλο κουράγιο να γράψω.
Πονάει η καρδιά μου και τραντάζεται σαν μοτέρ, κάνοντάς με να αναπηδώ καθώς προσπαθώ να ξεκουράσω το κουφάρι μου.


Πρώτη ανάρτηση μετά από καιρό... θα την αφιερώσω σε έναν φίλο που μας έριξε δυο φάσκελα και την έκανε γι' αλλού...
Ελπίζω να μην τον βρω σύντομα, θα το καθυστερήσω όσο μπορώ πιο πολύ. Όταν όμως τον βρω, θα κάνουμε τον άλλο κόσμο πιάνο μπαρ και θα χορεύουμε σαν τρελοί.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

πρεζοαγάπες

Η Μ. μεγάλωσε.
Αφού επιβίωσε από τον εαυτό της, του έριξε μια στα δόντια κι εκείνος έμεινε κάπου σε μια στοά στη Γερανίου σα φάντασμα, να πλανιέται με σκισμένα χείλη, φτύνοντας αίμα και κομμάτια δοντιών, μόνος. Τα φαντάσματα πλανιώνται πάντα μόνα άλλωστε, κι εκείνοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι φαντάσματα.
Η Μ. παράτησε τον εαυτό της λοιπόν, φαφούτη, ματωμένο και άυλο σχεδόν και τράβηξε μόνη της προς το άγνωστο.  "Εδώ, να σαπίσεις καριόλη, εσύ με κατέστρεψες" του σφύριξε μέσα από τα δόντια, καθώς εκείνος τρέκλιζε ανάμεσα σε αίματα και ξερατά.
'Αρχισε να τρέχει. Ώσπου ο χειμώνας τη βρήκε ξοφλημένη σ' ένα ξερονήσι, μην έχοντας πια κουράγιο για κολύμπι. Κι εκεί μίσησε με όλη της τη δύναμη. Μίσησε τους ανθρώπους, τη ζωή, τον εαυτό της πια δε τον μισούσε γιατί τον είχε ξεφορτωθεί.
Μήνες ατελείωτοι με συντροφιά άθλιας ποιότητας αλκοόλ και ουρλιαχτά κουκουβάγιας τα βράδια.


Και η ζωή κυλούσε σαν βιβλίο που το φυλλομετράς. Ειδύλλια κάτω από την μεσογειακή πανσέληνο. Εξαναγκαστικές συνουσίες, συνοδευόμενες από αίμα και "ας πρόσεχες".  Ένας υπνόσακος κάπου στην κεντρική Ευρώπη κάτω από μια γέφυρα στο διεθνή. Πικρό όπιο πολύ μακριά από το σπίτι, την Αθήνα. Και το Κορβέτο, η γειτονιά-καρκίνος όπως την αποκαλούσαν στην Ιταλία, σαν απόηχος ενός ονείρου που διακόπηκε με μια κρίση πανικού χαράματα.

Ήρθαν ξανά τα κρύα και η Μ. ζεσταίνεται από έναν αναπτήρα. Τα χέρια της τρέμουν καθώς περνά τη βελόνα από την άκρη της γλώσσας της.
Ο Α. θα της σφίξει το μπράτσο με τα δικά του τρεμάμενα χέρια. Το μπράτσο της είναι μωβ σχεδόν και τσούζει, μα δεν τη νοιάζει και πολύ, γιατί σε λίγο δεν κρυώνει και η διάτρητη σάρκα δεν πονά. Δεν τη νοιάζει που ακόμη δεν γύρισε σπίτι. Τούτη την πόλη πια είχε αρχίσει να την αισθάνεται οικεία και η η ομιλία των κατοίκων είχε αρχίσει να μην γαργαλά την έμφυτη τάση της για εναντίωση. Άλλωστε, είχε μάθει να μην λέει πια ότι είναι από την Αθήνα. 
Κουλουριάζεται στην αγκαλιά του Α. και τον φιλά στο αυτί.
Ο Α. είναι η πρεζοαγάπη της. Γιατί η Μ. δεν αγαπά πια. Κι ώρες ώρες αναρωτιέται αν είναι καλύτερα να πρεζοαγαπάς ή να μην αγαπάς καθόλου.

Την αγάπη η Μ. την ξεφορτώθηκε μαζί με τον εαυτό της, αυτό το παιδί από την επαρχία, που θάφτηκε κάτω από τις κόρνες κίτρινων ταξί,  και τόνων καυσαερίου.

Εκείνη την θολή φιγούρα που περιφέρεται στο Δενδροπόταμο δεν την ξέρει η Μ.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

...

όταν τελικά βυθίζεσαι.


δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο πόνο από το να σε κατατροπώνει ό,τι αγάπησες περισσότερο.


game over.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

κρατάω τη ζωή σου σε 2 δάχτυλα κι ένα έμβολο

"καλό χέρι".

το ήξερα ότι σφάζω με τρόπο, δεν περίμενα εσένα να μου το πεις.
εγώ η ίδια, κι αν έχω σφαχτεί!

όλη σου η ζωή, η στιγμή που αδειάζεις πάνω σου το όπλο. τότε που αναστενάζεις και γυρνάνε τα μάτια ανάποδα και σε καταπίνει ο καναπές, το χαλί όπως είδαμε και στην οθόνη, το πεζοδρόμιο που έτσι κι αλλιώς σε έχει καταπιεί, σε έχει θάψει εκεί κι εσύ τρως τη χλέπα και το κάτουρο του καθένα.


όλη σου η ζωή στα χέρια μου. στο αν θα βρω ή δε θα βρω, πάνω σου.


στρέψε το όπλο πάνω μου και σκότωσέ με. δεν αντέχω να σε σκοτώνω. δεν αντέχω να με σκοτώνω. σκότωσέ με.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

δώσ' μου λίγη ακόμα αγάπη*

δεν θυμάσαι πόσες ώρες είσαι εκεί, διπλωμένη στα δυο, ανάμεσα στις λάσπες και τη γλίτσα. ίσως να 'χεις πιαστεί κιόλας, έτσι όπως έχεις στριμωχτεί αλλά σιγά να μη νιώθεις την αγκύλωση στα καλάμια σου-αφού δεν τα νιώθεις καν. τα δάκρυα έχουν στάξει πάνω στα βρώμικα πλακάκια. τώρα πια, δεν έχεις άλλα δάκρυα και οι λυγμοί πνίγονται από τον ήχο του ανεμιστήρα στο άλλο δωμάτιο.

ζήτησες απλά λίγη αγάπη. ένα χέρι κι ένα χάδι στα μαλλιά. και μια αγκαλιά όταν μπουκώνεσαι στα αναφιλητά, κρυμμένη στο μπουντρούμι με τις κατσαρίδες. ένα κορμί να ακουμπήσεις, εκεί που  λιώνεις μόνη μέσα στα ξερατά σου με το αίμα. και όταν η αρρώστια σε νικάει, κάποιον να αντέξει να σε κοιτάξει απλά στα μάτια-τα κόκκινα, υγρά μάτια που ουρλιάζουν βουβά "πεθαίνω, έλα μαζί μου".


πού να βρεις λίγη αγάπη?


ο Θ. λαγοκοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, βλέποντας τηλεόραση όταν τα αρμυρά σου δάκρυα έσταζαν στη γλίτσα του πατώματος κάμποσες ωρίτσες. σε κόζαρε και η αντίδρασή του ήταν να σου υπενθυμίσει πόσο παιδιάστικο είναι το κλάμα σου και πόσο μαλακισμένο είσαι και βασικά, να πας να γαμηθείς.


μετά, σου λένε πόσο τυχερή είσαι που σε φιλοξενεί κάποιος-με τον οποίο είχες μοιραστεί το δωμάτιό σου επί μήνες. α, όχι, εσύ δεν φιλοξενείς, μοιράζεσαι ό,τι σου βρίσκεται. για όσο πάει, για πάντα. και δεν μπορείς να πεις και κουβέντα, χλωμή μου καημένη, που έχεις αναλάβει χρέη υπηρετικού προσωπικού-γιατί πρέπει να ξεπληρώσεις. να ξεπληρώσεις, εντάξει.

ο Θ. σε παρακολουθεί μηχανικά να πνίγεσαι από τον εμετό σου και ρίχνει στα σεντόνια του στάχτες κι αποτσίγαρα. δε βαριέσαι, να 'χεις και δουλειά, να αδυνατίσεις.


κοιτάς γύρω. ζητάς παρακλητικά από το μόνο ανθρώπινο ον που βλέπεις να σου κάνει λίγο χώρο στην αγκαλιά του, γιατί κάνει ψύχρα. κρυώνω, πώς κρυώνω.. και νιώθω κι έναν πόνο εδώ, στο στήθος. βαθιά. με τσιμπάει.


τραβάς μια μυτιά, δυο. τώρα δε πονάς. κι ούτε κρυώνεις. αλλά μετά, η σκόνη δε θα σου ψιθυρίσει γλύκες στο αυτί. όμως η αλήθεια είναι πως ούτε κανένας άνθρωπος θα το κάνει. επιπλέον, ο άνθρωπος θα σε αφήσει να σε χτυπάει το αγιάζι και δε θα σε κάνει μάκια που πονάς.

τουλάχιστον, η η. σε χαιδεύει λιγάκι. όχι ανιδιοτελώς, με τις ώρες. αλλά σου δίνει λίγη σημασία, αυτή τη λίγη που δεν σου δίνει αυτός που σου χτυπάει το ότι δεν πήδηξε καμία από τις τουρίστριες του κάμπινγκ, όσο εσύ έσβηνες, παραζαλισμένη από τις ενέσεις στις σπασμένες σου φλέβες και τις νοσοκόμες που βγάζουν τα σεξουαλικά τους απωθημένα σε ημιάψυχα ιατρικά αντικείμενα, όπως εσύ και η Σούζη του διπλανού κρεβατιού.

και μετά, η η. σε παρατάει.
δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. εκείνος που δεν μου δίνει καμία αξία ή το ψεύτικο χαμόγελο της ηρωίνης.

*τρύπες

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

βασανίσου

είσαι τόσο αντικοινωνικός που δεν μπορείς να βρεις τη θέση σου ούτε στην Ομόνοια?
τάξε μου, φίλε συμπροβληματικέ!!


http://forum.opiophile.org/forum.php

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

put the hero in

και μ'αυτά και με τ' άλλα...

κόβεις, πίνεις, κόβεις, πίνεις...πάει ιούλιος κι εσύ βγάζεις χαρμάνες σε μια ταράτσα και ψήνεσαι. δεν θα μπορέσεις φέτος να πας στη θάλασσα γιατί με σπασμένο το αριστερό σου τύμπανο δεν κάνει. ούτε σε εκείνα τα πάρτυ. βασικά, κυκλοφορείς με μακρυμάνικα και τρως ντάγκλες στο τραμ και στην πλατεία εξαρχείων (και κανείς πια δεν σε ξέρει... όχι, δεν είσαι η ειρήνη. είσαι το πρεζάκι από την Καισαριανή... για τους Καισαριανιώτες, είσαι το πρεζάκι του τελευταίου ορόφου).

γιατί πολύ το φιλοσόφησα.
ΝΑΙ είμαι φιλήδονη.

το θέμα είναι ότι πια δεν έμεινε κύτταρο ζωντανό για να νιώσεις λίγη ηδονή.


κι έτσι, όπως στο γάμο από συμβιβασμό, με τους τόνους της ακατάλληλης για ενηλίκους και ανηλίκους απελπισίας, σέρνεσαι το βράδυ δίπλα από τη χοντρή γυναίκα που ροχαλίζει. αφού πριν σε πλάκωσε με την παντόφλα...
έτσι κι αλλιώς, πού αλλού έχεις να πας?

"υποκλιθείτε στη μητέρα σιωπή,
τώρα που αλλού δε μπορείτε να πάτε
τώρα που μάθατε ξανά ν' αγαπάτε
το χαλαρό κι υπνωτικό της κορμί"

καλά ρε αγγελάκα.