Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

πρεζοαγάπες

Η Μ. μεγάλωσε.
Αφού επιβίωσε από τον εαυτό της, του έριξε μια στα δόντια κι εκείνος έμεινε κάπου σε μια στοά στη Γερανίου σα φάντασμα, να πλανιέται με σκισμένα χείλη, φτύνοντας αίμα και κομμάτια δοντιών, μόνος. Τα φαντάσματα πλανιώνται πάντα μόνα άλλωστε, κι εκείνοι οι δρόμοι είναι γεμάτοι φαντάσματα.
Η Μ. παράτησε τον εαυτό της λοιπόν, φαφούτη, ματωμένο και άυλο σχεδόν και τράβηξε μόνη της προς το άγνωστο.  "Εδώ, να σαπίσεις καριόλη, εσύ με κατέστρεψες" του σφύριξε μέσα από τα δόντια, καθώς εκείνος τρέκλιζε ανάμεσα σε αίματα και ξερατά.
'Αρχισε να τρέχει. Ώσπου ο χειμώνας τη βρήκε ξοφλημένη σ' ένα ξερονήσι, μην έχοντας πια κουράγιο για κολύμπι. Κι εκεί μίσησε με όλη της τη δύναμη. Μίσησε τους ανθρώπους, τη ζωή, τον εαυτό της πια δε τον μισούσε γιατί τον είχε ξεφορτωθεί.
Μήνες ατελείωτοι με συντροφιά άθλιας ποιότητας αλκοόλ και ουρλιαχτά κουκουβάγιας τα βράδια.


Και η ζωή κυλούσε σαν βιβλίο που το φυλλομετράς. Ειδύλλια κάτω από την μεσογειακή πανσέληνο. Εξαναγκαστικές συνουσίες, συνοδευόμενες από αίμα και "ας πρόσεχες".  Ένας υπνόσακος κάπου στην κεντρική Ευρώπη κάτω από μια γέφυρα στο διεθνή. Πικρό όπιο πολύ μακριά από το σπίτι, την Αθήνα. Και το Κορβέτο, η γειτονιά-καρκίνος όπως την αποκαλούσαν στην Ιταλία, σαν απόηχος ενός ονείρου που διακόπηκε με μια κρίση πανικού χαράματα.

Ήρθαν ξανά τα κρύα και η Μ. ζεσταίνεται από έναν αναπτήρα. Τα χέρια της τρέμουν καθώς περνά τη βελόνα από την άκρη της γλώσσας της.
Ο Α. θα της σφίξει το μπράτσο με τα δικά του τρεμάμενα χέρια. Το μπράτσο της είναι μωβ σχεδόν και τσούζει, μα δεν τη νοιάζει και πολύ, γιατί σε λίγο δεν κρυώνει και η διάτρητη σάρκα δεν πονά. Δεν τη νοιάζει που ακόμη δεν γύρισε σπίτι. Τούτη την πόλη πια είχε αρχίσει να την αισθάνεται οικεία και η η ομιλία των κατοίκων είχε αρχίσει να μην γαργαλά την έμφυτη τάση της για εναντίωση. Άλλωστε, είχε μάθει να μην λέει πια ότι είναι από την Αθήνα. 
Κουλουριάζεται στην αγκαλιά του Α. και τον φιλά στο αυτί.
Ο Α. είναι η πρεζοαγάπη της. Γιατί η Μ. δεν αγαπά πια. Κι ώρες ώρες αναρωτιέται αν είναι καλύτερα να πρεζοαγαπάς ή να μην αγαπάς καθόλου.

Την αγάπη η Μ. την ξεφορτώθηκε μαζί με τον εαυτό της, αυτό το παιδί από την επαρχία, που θάφτηκε κάτω από τις κόρνες κίτρινων ταξί,  και τόνων καυσαερίου.

Εκείνη την θολή φιγούρα που περιφέρεται στο Δενδροπόταμο δεν την ξέρει η Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου