Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

...

όταν τελικά βυθίζεσαι.


δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο πόνο από το να σε κατατροπώνει ό,τι αγάπησες περισσότερο.


game over.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

κρατάω τη ζωή σου σε 2 δάχτυλα κι ένα έμβολο

"καλό χέρι".

το ήξερα ότι σφάζω με τρόπο, δεν περίμενα εσένα να μου το πεις.
εγώ η ίδια, κι αν έχω σφαχτεί!

όλη σου η ζωή, η στιγμή που αδειάζεις πάνω σου το όπλο. τότε που αναστενάζεις και γυρνάνε τα μάτια ανάποδα και σε καταπίνει ο καναπές, το χαλί όπως είδαμε και στην οθόνη, το πεζοδρόμιο που έτσι κι αλλιώς σε έχει καταπιεί, σε έχει θάψει εκεί κι εσύ τρως τη χλέπα και το κάτουρο του καθένα.


όλη σου η ζωή στα χέρια μου. στο αν θα βρω ή δε θα βρω, πάνω σου.


στρέψε το όπλο πάνω μου και σκότωσέ με. δεν αντέχω να σε σκοτώνω. δεν αντέχω να με σκοτώνω. σκότωσέ με.

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

δώσ' μου λίγη ακόμα αγάπη*

δεν θυμάσαι πόσες ώρες είσαι εκεί, διπλωμένη στα δυο, ανάμεσα στις λάσπες και τη γλίτσα. ίσως να 'χεις πιαστεί κιόλας, έτσι όπως έχεις στριμωχτεί αλλά σιγά να μη νιώθεις την αγκύλωση στα καλάμια σου-αφού δεν τα νιώθεις καν. τα δάκρυα έχουν στάξει πάνω στα βρώμικα πλακάκια. τώρα πια, δεν έχεις άλλα δάκρυα και οι λυγμοί πνίγονται από τον ήχο του ανεμιστήρα στο άλλο δωμάτιο.

ζήτησες απλά λίγη αγάπη. ένα χέρι κι ένα χάδι στα μαλλιά. και μια αγκαλιά όταν μπουκώνεσαι στα αναφιλητά, κρυμμένη στο μπουντρούμι με τις κατσαρίδες. ένα κορμί να ακουμπήσεις, εκεί που  λιώνεις μόνη μέσα στα ξερατά σου με το αίμα. και όταν η αρρώστια σε νικάει, κάποιον να αντέξει να σε κοιτάξει απλά στα μάτια-τα κόκκινα, υγρά μάτια που ουρλιάζουν βουβά "πεθαίνω, έλα μαζί μου".


πού να βρεις λίγη αγάπη?


ο Θ. λαγοκοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, βλέποντας τηλεόραση όταν τα αρμυρά σου δάκρυα έσταζαν στη γλίτσα του πατώματος κάμποσες ωρίτσες. σε κόζαρε και η αντίδρασή του ήταν να σου υπενθυμίσει πόσο παιδιάστικο είναι το κλάμα σου και πόσο μαλακισμένο είσαι και βασικά, να πας να γαμηθείς.


μετά, σου λένε πόσο τυχερή είσαι που σε φιλοξενεί κάποιος-με τον οποίο είχες μοιραστεί το δωμάτιό σου επί μήνες. α, όχι, εσύ δεν φιλοξενείς, μοιράζεσαι ό,τι σου βρίσκεται. για όσο πάει, για πάντα. και δεν μπορείς να πεις και κουβέντα, χλωμή μου καημένη, που έχεις αναλάβει χρέη υπηρετικού προσωπικού-γιατί πρέπει να ξεπληρώσεις. να ξεπληρώσεις, εντάξει.

ο Θ. σε παρακολουθεί μηχανικά να πνίγεσαι από τον εμετό σου και ρίχνει στα σεντόνια του στάχτες κι αποτσίγαρα. δε βαριέσαι, να 'χεις και δουλειά, να αδυνατίσεις.


κοιτάς γύρω. ζητάς παρακλητικά από το μόνο ανθρώπινο ον που βλέπεις να σου κάνει λίγο χώρο στην αγκαλιά του, γιατί κάνει ψύχρα. κρυώνω, πώς κρυώνω.. και νιώθω κι έναν πόνο εδώ, στο στήθος. βαθιά. με τσιμπάει.


τραβάς μια μυτιά, δυο. τώρα δε πονάς. κι ούτε κρυώνεις. αλλά μετά, η σκόνη δε θα σου ψιθυρίσει γλύκες στο αυτί. όμως η αλήθεια είναι πως ούτε κανένας άνθρωπος θα το κάνει. επιπλέον, ο άνθρωπος θα σε αφήσει να σε χτυπάει το αγιάζι και δε θα σε κάνει μάκια που πονάς.

τουλάχιστον, η η. σε χαιδεύει λιγάκι. όχι ανιδιοτελώς, με τις ώρες. αλλά σου δίνει λίγη σημασία, αυτή τη λίγη που δεν σου δίνει αυτός που σου χτυπάει το ότι δεν πήδηξε καμία από τις τουρίστριες του κάμπινγκ, όσο εσύ έσβηνες, παραζαλισμένη από τις ενέσεις στις σπασμένες σου φλέβες και τις νοσοκόμες που βγάζουν τα σεξουαλικά τους απωθημένα σε ημιάψυχα ιατρικά αντικείμενα, όπως εσύ και η Σούζη του διπλανού κρεβατιού.

και μετά, η η. σε παρατάει.
δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. εκείνος που δεν μου δίνει καμία αξία ή το ψεύτικο χαμόγελο της ηρωίνης.

*τρύπες