Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Στον αδελφό μου, Ν.

Αγαπημένε μου αδελφέ,
λυπάμαι που δεν κατάφερα να σε κάνω ποτέ πραγματικά αίμα μου. Που ποτέ δεν ένιωσα να έχω αδέρφια- βλέπεις, ο Ρ. ήταν μικρός ακόμα όταν έφυγα από το σπίτι μας κι εκεί έγινα για σας πια "η συγγενής που σας επισκέπτεται Χριστούγεννα-Πάσχα-καλοκαίρι"-δεν τον έζησα, αδερφάκο μου, το Ρ. μας, δεν γελάσαμε μαζί 16 καλοκαίρια για τους θεατρικούς καβγάδες της μάνας μας και του πατέρα μας, δεν αποχαιρετήσαμε με λυγμούς τις αγαπημένες μας γιαγιάδες των οποίων τα εδέσματα και κάθε λογής δώρα μαζί τα χαιρόμασταν. Ήλπιζα αυτή η απόμακρη σχέση μας να είχε να κάνει με το γεγονός ότι ήμουν μια εκρηκτική έφηβη κι εσύ ένα συνεσταλμένο παιδί ακόμα, αργότερα με το ότι ήμουν εγώ άκαμπτη στα γούστα μου και μου ξένιζαν οι κάθε λογής "τσιφτετελικές" σου ορμές. Πέρασαν τα χρόνια, κι όμως, κάθε φορά που γυρίζω εξακολουθώ να νιώθω ένα μοναχοπαίδι. Στην Αθήνα με ρωτάνε αν έχω αδέρφια. "Έχω, πώς", απαντάω "δυο αδερφούς". Μετά με ρωτάνε οι σύντροφοι κι άλλα για σας και δεν ξέρω τι να τους απαντήσω. Σάμπως με άφησες ποτέ να δω ποιος είσαι; Σιωπώ, λοιπόν, κι εγώ, κι αφήνω την πικρή γεύση, σαν την καυτή τζούρα από τσιγαριλίκι αλβανικό, να ποτίσει τα "κοινά" μας κύτταρα, τις οικογενειακές μας ομοιότητες, τα πράσινα μάτια, το πλατύ μέτωπο.


Ξέρω πως μέσα σου ποτέ δε με ήθελες για αδερφή σου. Μου το έλεγες πότε-πότε, ακόμα μου το λες, "θέλεις να διαφυλάξω το όνομά μας καθαρό, να περπατάς με το κεφάλι ψηλά". Ένα δεν ξέρω, όμως. Αν όλη αυτή η "υπερηφάνεια" είναι ατόφια δική σου "αξία", ή αν είναι ένα μπάσταρδο παιδί της οργής του πατέρα, το καλοκαίρι του 2007, αν είναι ένα απομεινάρι της αηδίας που ενσταλάκτηκε στην παιδική ψυχή σου τότε για την ίδια σου την αδερφή και ζει μέχρι και σήμερα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απόρριψη από εσένα, την ηχηρή κλοτσιά σου στο στέρνο μου. Άραγε να θυμάσαι...;


2010, γνώριζες πως είχα δεσμό με την φίλη μου την Κ., δεν το γνώριζες; Κι όμως, όταν ακόμα μια σχέση ανάλογη εμφανίστηκε για μένα, ανέλαβες οικειοθελώς το έργο του δικαστή στην σκληρή κοινωνία του μικρού μας χωριού, καταδικάζοντας απλά την απόφαση δύο ανθρώπων να ερωτευτούν. Γιατί το είχες κάνει αυτό; Νοιαζόσουν τόσο πολύ για μένα; Για τη Σωτηρία μου; Για την υγεία μου; Αν σ' ένοιαζε να είμαι καλά, γιατί δεν έκανες ούτε μια προσπάθεια να με βοηθήσεις να καταπολεμήσω τις εξαρτήσεις μου, παρ' ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που μπροστά στα μάτια σου ήμουν "αλλού"; 


Πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο ήμουν και με χτύπησε το νόσημά   εκείνο που σε κάνει να αγοράζεις φάρμακα με την ταυτότητά σου και μόνο. Και ξαφνικά, για πρώτη φορά, άκουσα δυο-τρία γλυκόλογα από τη φωνή σου. Που αραίωναν σταδιακά όσο στεκόμουν στα πόδια μου-μέχρι την ανάρρωση είχαν κοπεί.




Φοβάμαι, πως γερνώντας θα μείνω πιο μόνη απ' όσο υπήρξα ως τώρα. Τρομάζω. Ρίγη και σπασμοί με αγκαλιάζουν με τα παγωμένα τους δάκτυλα όταν σκέφτομαι εμένα δίχως οικογένεια. Όταν τ' αδέρφια θα δειπνούν όλοι μαζί στις αργίες κι εγώ, με τον θάνατο των γονιών μου, θα χω μείνει μόνη, μοναχοπαίδι με δυο ξένους αδελφούς, με το αίμα μου να ρέει νερό, νερό όπως θα είναι, ξένο, άψυχο απέναντι σας. Ξένο.


Με άπειρη κι ανιδιοτελή αγάπη,
η "ντροπιαστική" αδερφή σου












Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τα παιδιά μου,
φοράει η σκόνη την ποδιά τους
τον στρογγυλό γιακά,
με φοράει Μητέρα η σκόνη
-έτσι πρέπει να ράβονται
οι σχέσεις και οι εξαρτήσεις,
με αραιές χαλαρές βελονιές,
για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα.    

"Σκόνη", Κ. Δημουλά